- πλέκτης
- οβλ. πλέχτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλέκτης — ο, ΝΜ, πλέχτης, θηλ. πλέκτρια και πλέκτρα και πλέχτρια και πλέχτρα Ν τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή πλεκτών ειδών μσν. πλέγμα τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα της / τρα και τρια] … Dictionary of Greek
πλεκτῆς — πλεκτή coil fem gen sg (attic epic ionic) πλεκτός plaited fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυθμοπλέκτης — και ρυθμοπλέχτης, ο, Ν αυτός που πλέκει, δηλαδή συναρμόζει, ρυθμούς («ω ρυθμοπλέχτες ποιητές, λατρεμένοι δάσκαλοι», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμός + πλέκτης (< πλέκω), πρβλ. συμ πλέκτης] … Dictionary of Greek
μαλλοπλέκτης — μαλλοπλέκτης, ὁ (Μ) δίχτυ για συγκράτηση τών μαλλιών, φιλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλί + πλέκτης (< πλέκω)] … Dictionary of Greek
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek
πλέχτης — ο, θηλ. πλέχτρια και πλέχτρα, Ν βλ. πλέκτης … Dictionary of Greek
πουλόβερ — το, Ν άκλ. είδος πλεκτής μπλούζας με ή χωρίς μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pullover < pull over «τραβώ προς τα πάνω»] … Dictionary of Greek
σαγανάριος — ὁ, Α (πιθ. τ. αντί σαργανάριος) πλέκτης αλιευτικών καλάθων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε σαργανάριος (< σαργάνι «καλάθι» + κατάλ. άριος < λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek
χηλάς — ὁ, Α πλέκτης διχτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή «βελόνη» + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακουντ ᾶς, σαγματ ᾶς)] … Dictionary of Greek
χηλευτής — ὁ, Α [χηλεύω] 1. αυτός που πλέκει, πλέκτης 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλευτής ὁ ῥάπτης» … Dictionary of Greek